τελευταῖος

τελευταῖος
τελευτ-αῖος, α, ον, ([etym.] τελευτή)
A last, in Order,

οἱ τ. κύκλοι Hdt.1.98

; τὰ δύο τὰ τ. the last two lines, Id.7.142; τὰ τ. the endings or terminations, Id.5.68;

ἐν τελευταίοις πίπτειν Pl.R.619e

; τελευταίους στῆσαι to station in the rear ranks, X.Cyr.6.3.25; οἱ τ. πόδες the hind feet, Arist.PA684a12.
2 more freq. of Time, ἡ τ. ἡμέρα the last day allowed for payment, D.28.1; of a festival, without ἡμέρα, X.HG6.4.16, etc.; one's last day, S.OT[1528] (troch.), E. Andr.101; ὁδὸν τὴν τ. one's last journey, S.Tr.155; τὸν τ. βίον the end of life, Id.OC1551;

τ. ἐμοῦ φήμη Id.Tr.1149

;

τὸ τ. ἐκβάν D.1.11

.
3 uttermost, extremest,

ὕβρις S.El.271

; ἡ ὀλιγαρχία ἡ τ. Arist.Pol.1312b35; ἡ τ. δημοκρατία ib.1298a31.
II τὸ τ. as Adv., for the last time, X.HG7.5.20, etc.; or τελευταῖον, Id.Cyr.8.7.28, S.OT1183; τὰ τ. Pl.Cra.515d.
2 τὸ τ. finally, in the last place, Ar.Nu.945 (anap.), Th.8.8, Pl.R.532a, D.18.312, etc.; τὰ τ. Th.1.24, 8.85;

τελευταῖον Hdt.1.91

: but,
3 the Adj. is freq. used with Verbs, where we should use the Adv.,

ὁ τελευταῖος δραμών A.Ag. 314

;

παρελθόντες τελευταῖοι Th.1.67

, etc.; cf.

τελευτάω 11.4

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τελευταῖος — last masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελευταίος — α, ο / τελευταῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στο τέλος, ύστατος, έσχατος (α. «η τελευταία του επιθυμία ήταν ένα ταξίδι με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», Σοφ.) νεοελλ. 1. ο κατώτερος, ο χειρότερος σε ποιότητα ή σε αξία («είναι ο …   Dictionary of Greek

  • τελευταίος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται στο τέλος της σειράς, ο τελικός, ο ύστατος: Το τελευταίο σπίτι δεξιά. 2. ο κατώτατος σε ποιότητα και αξία: Ο τελευταίος από τους μαθητές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελευταῖον — τελευταῖος last masc acc sg τελευταῖος last neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελευταῖα — τελευταῖος last neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελευταῖαι — τελευταῖος last fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελευταῖοι — τελευταῖος last masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”